ἀναιμόσαρκος

ἀναιμόσαρκος
ἀναιμόσαρκος, ον,
A with bloodless flesh, of the cicada, Anacreont. 43.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναιμόσαρκος — ἀναιμόσαρκος, ον (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που έχει σάρκα άναιμη, δίχως αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναιμος + σαρκος < σάρξ] …   Dictionary of Greek

  • ἀναιμόσαρκε — ἀναιμόσαρκος with bloodless flesh masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άναιμος — η, ο (ΑΜ ἄναιμος, ον) αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος αρχ. αυτός που δεν χύνει αίμα (π. χ. «ἄναιμος νίκη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αιμος < αἷμα. ΠΑΡ. αναιμία αρχ. ἀναιμότης, ἀναιμωτί νεοελλ. αναιμικός. ΣΥΝΘ. ἀναιμόσαρκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”